τετραπλασιασμός

τετραπλασιασμός
ο
το να κάνει κανείς κάτι τετραπλάσιο, ο πολλαπλασιασμός επί τέσσερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετραπλασιασμός — ο, Ν [τετραπλασιάζω] πολλαπλασιασμός στο τετραπλάσιο …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τετραπλασίαση — η, Ν [τετραπλασιάζω] τετραπλασιασμός …   Dictionary of Greek

  • τετραπλασιότης — ητος, ἡ, Α [τετραπλάσιος] το να είναι ή να γίνεται κάτι τετραπλάσιο, τετραπλασιασμός …   Dictionary of Greek

  • τετραπλασίαση — η τετραπλασιασμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”